διακορεύομαι

διακορεύομαι
διακορεύομαι, διακορεύτηκα και διακορεύθηκα, διακορευμένος βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κορεύομαι — (Α) [κόρη] 1. ζω ως κόρη, ως παρθένος, περνώ την παρθενική ηλικία 2. (κατ άλλους) παντρεύομαι 3. χάνω την παρθενιά μου, ξεπαρθενεύομαι, διακορεύομαι …   Dictionary of Greek

  • παρθενεύω — ΜΑ [παρθένος] 1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.) 2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια αρχ. 1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, τής δίνω… …   Dictionary of Greek

  • προσκύλλω — Α 1. κακοποιώ ή ζημιώνω κάποιον από πριν 2. παθ. προσκύλλομαι (ιδίως για γυναίκες) διακορεύομαι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκύλλω «σπαράζω, σχίζω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”